πάντερπνος

πάντερπνος
-ον, ΜΑ
πάρα πολύ ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + τερπνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ТРАПЕЗУНДСКИЙ — [Яннакис; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Τραπεζούντιος, Γιαννάκης] (посл. четв. XVII в. или нач. XVIII в., Трапезунд 1770), протопсалт Великой ц., греч. мелург, кодикограф. Сведения о жизни и деятельности И. Т. сохранились в рукописных источниках и в «Большом… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”